μόσχος

μόσχος
I
(2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται την απαγωγή της Ευρώπης από τον Δία, χρησιμοποιώντας λιτό και ευχάριστο διηγηματικό τρόπο. Στο, μικρής έκτασης ποίημά του, Έρως δραπέτης περιγράφεται η αγωνιώδης αναζήτηση από την Αφροδίτη του Έρωτα. Με δυσκολία αποδέχεται κανείς ότι το μυθολογικό ποίημα Μέγαρα ανήκει στον Μ., αφού διαφοροποιείται, σε υφολογικό και μετρικό επίπεδο, από τα επιβεβαιωμένα κείμενα του ποιητή. Αντιφατικές είναι οι απόψεις και για τον θρήνο Επιτάφιος Βίωνος, για τον οποίο κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν με βεβαιότητα ότι ανήκει στον Μ., ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για κείμενο που συντάχθηκε μεταγενέστερα.
II
Επώνυμο οικογένειας λογίων από τη Λακεδαίμονα. Οι M., μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, εγκαταστάθηκαν στη Δύση.
1. Δημήτριος (τέλη 15ου – αρχές 16ου αι.). Γιος του Ιωάννη ή Ιανού (βλ. 2.). Δίδαξε την ελληνική γλώσσα στη Βενετία, στη Φεράρα και στη Μάντοβα. Έγραψε διάφορες ελεγείες, επιγράμματα και κωμωδίες, καθώς και το έργο Τα καθ’ Ελένην και Αλέξανδρον, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1508. Από τις κωμωδίες του η σημαντικότερη τιτλοφορείται Νέαιρα.
2. Ιωάννης ή Ιάνος (15ος αι.). Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης ταξίδεψε στην Κέρκυρα και στην Ιταλία, όπου δίδαξε τα ελληνικά γράμματα στη Βενετία και σε άλλες ιταλικές πόλεις. Το σημαντικότερο από τα έργα του τιτλοφορείται Επιτάφιος λόγος προς Λουκάν Νοταράν.
III
Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγιογράφων από το Ναύπλιο.
1. Γεώργιος (16ος – 17ος αι.). Έζησε κυρίως στη Ζάκυνθο, όπου φιλοτέχνησε τοιχογραφίες στον ναό του Αγίου Ιωάννη των Λογοθετών, στη μονή των Αγίων Αποστόλων κ.α. Έργα του βρίσκονται επίσης στη μονή Αγίων Τεσσαράκοντα στη Σπάρτη (1620), στη μονή Βουρκάνου στη Μεσσηνία (1638), στη μονή Καρυάς (1638) καθώς και σε διάφορες εκκλησίες και μοναστήρια της Αρκαδίας και της Κορινθίας. Η τεχνική που εφάρμοσε στα έργα του, υπαγορεύθηκε από την αισθητική της Κρητικής Σχολής, με εμφανή, ωστόσο, διάθεση απλοποίησης των κρητικών μοντέλων.
2. Δημήτριος (16ος – 17ος αι.). Σε συνεργασία με τον αδελφό του Γεώργιο, φιλοτέχνησε πολλές τοιχογραφίες σε εκκλησίες και μοναστήρια της Ζακύνθου και της Πελοποννήσου. Αυτοτελή έργα του δεν σώζονται.
IV
Επώνυμο αγωνιστών του 1821.
1. Καταγόταν από τη Στερεά Ελλάδα. Επικεφαλής σώματος Ρουμελιωτών συμμετείχε στην κατάληψη του Ναυπλίου (1828). Η ανάρμοστη, ωστόσο, συμπεριφορά των ανδρών του, οι οποίοι επιδίδονταν σε λεηλασίες των χωριών της περιοχής, ανάγκασε τον στρατηγό Τσορτς να λάβει αυστηρά μέτρα εναντίον τους· χρησιμοποιώντας μάλιστα το όνομα του αρχηγού τους, τούς αποκαλούσε μοσχομάγγες.
2. Βλ. λ. Παπαμόσχος.
* * *
(I)
ο και η (ΑΜ μόσχος)
το νεογνό τής αγελάδας, μοσχάρι, μοσχαράκι
2. φρ. «μόσχος χρυσοῡς»
εκκλ. ομοίωμα μόσχου το οποίο κατασκευάστηκε προς λατρείαν από τα χρυσά κοσμήματα τού λαού τών Εβραίων, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, στην έρημο τού Σινά
νεοελλ.
φρ. «θυσιάζω τον μόσχο τον σιτευτό» — στερούμαι ή απαρνούμαι ό,τι καλύτερο διαθέτω για την εξυπηρέτηση ενός σκοπού
μσν.
ομοίωμα μόσχου
αρχ.
1. νεαρός βλαστός, τρυφερό και εύκαμπτο κλωνάρι δένδρου, παραφυάδα
2. (γενικά) το νεογνό οποιουδήποτε ζώου
3. το θηλ. ἡ μόσχος
δαμάλι, νεαρή αγελάδα
4. ο νεαρός ταύρος τού οποίου τη μορφή πίστευαν ότι έπαιρνε ο θεός Άπις («ὁ δὲ Ἄπις γίνεται μόσχος εκ βοός», Ηρόδ.)
5. μτφ. α) παιδί, αγόρι
β) το θηλ. κορίτσι, κόρη
5. φρ. α) «πεζαὶ μόσχοι» «
εταίρες
β) «μόσχος θαλάσσιος» — ονομασία τὴς φώκιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *mozĝho- «μοσχάρι, νεαρό βόδι» και η παράγωγη λ. μοσχίον αντιστοιχεί ακριβώς με το αρμεν. mozi «μοσχάρι». Η σημ. «βλαστός, παραφυάδα» προήλθε πιθ. από μεταφορική εξάπλωση τής σημ. «νεογνό τού μόσχου» σε όλα τα νεογνά ζώων και, υστερογενώς, στο λεξιλόγιο τής βοτανικής. Οι λ. μόσχος και η αρμεν. mozi συνδέονται πιθ. με την ονομ. Μόσχοι («νέοι»), ενός λαού πιθ. αρμενικού. Η λ. μόσχος μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια Μόσχος, Μοσχᾶς, Μοσχίδης, Μοσχίλος, Μοσχῖνος, Μοσχίων και στα θηλυκά Μοσχάριον, Μοσχέινα, Μόσχιον, Μοσχίς.
ΠΑΡ. μοσχάρι(ον), μόσχειος, μοσχεύω
αρχ.
μοσχάς, μοσχή, μοσχηδόν, μοσχίναι, μοσχίνδα, μόσχινος, μοσχίον, μόσχιος, μοσχών αρχ.-μσν. μοσχίας.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. μοσχοθύτης, μοσχολόγος, μοσχομάγειρος, μοσχοποιώ, μοσχοσφραγιστής, μοσχόταυρος, μοσχοτόμος, μοσχοτόπιον, μοσχοτρόφος, μοσχοφάγος
μσν.
μοσχολάτραι, μοσχοποιός
νεοελλ.
μοσχόβους. (Β' συνθετικό) αρχ. μονόμοσχος.
————————
(II)
και μόσκος, ο (ΑΜ μόσχος, Μ και μόσκος και μούσκος)
ελαιώδες αρωματικό υγρό που προέρχεται από το αρσενικό τού ζώου μόσχος ο μοσχοφόρος και έχει διεισδυτική, ανεξάλειπτη οσμή («κι εσείς που από το μόσχο σας δροσόχορτα, δροσάνθη», Σολωμ.)
νεοελλ.
φρ. «μόσχος και γαρίφαλα» — λέγεται ως ευχή σε νήπιο που ρεύεται μετά τον θηλασμό, αλλά και γενικά σε κάποιον που ρεύεται
νεοελλ.-μσν.
γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών τής οικογένειας cervidae, με μοναδικό είδος τον μόσχο τον μοσχοφόρο, που έχει θύλακο γεμάτο αρωματικό υγρό
μσν.
1. ευωδιά
2. ο ευωδιαστός καρπός τού βαλσαμόδενδρου
3. μτφ. (για πρόσωπο) ωραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από το περσ. mušk «το αρωματικό υγρό μόσχος», το οποίο αποτελεί δάνειο από το αρχ. ινδ. muskah «όρχις», σημ. που οφείλεται στην ομοιότητα τού αδένα από τον οποίο εκκρίνεται το υγρό μόσχος με όρχι, πρβλ. μύσχον. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή muscus, απ' όπου διαδόθηκε σε πολλές ευρωπ. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. musk, γαλλ. musc. Ο τ. μόσκος < μόσχος, με τροπή τού -χ- σε -κ- (κλειστοποίηση), πρβλ. μασχάλη: μασκάλη, μοσχάρι: μοσκάρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μόσχος — 1 young shoot masc nom sg μόσχος 2 calf masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόσχος — young shoot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσχος — ο 1. το μικρό της αγελάδας, το μοσχάρι. 2. το ζώο που βγάζει την ομώνυμη αρωματική ουσία, ο μόσκος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόσχω — μόσχος 1 young shoot masc nom/voc/acc dual μόσχος 1 young shoot masc gen sg (doric aeolic) μόσχος 2 calf masc nom/voc/acc dual μόσχος 2 calf masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσχε — μόσχος 1 young shoot masc voc sg μόσχος 2 calf masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσχοι — μόσχος 1 young shoot masc nom/voc pl μόσχος 2 calf masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσχοιο — μόσχος 1 young shoot masc gen sg (epic) μόσχος 2 calf masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσχοις — μόσχος 1 young shoot masc dat pl μόσχος 2 calf masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσχοισι — μόσχος 1 young shoot masc dat pl (epic ionic aeolic) μόσχος 2 calf masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσχον — μόσχος 1 young shoot masc acc sg μόσχος 2 calf masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”